καταμηνια

καταμηνια
    καταμήνια
    κατα-μήνια
    τά менструации Arst., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καταμηνια" в других словарях:

  • καταμηνία — καταμηνίᾱ , κατά μηνιάω pres imperat act 2nd sg καταμηνίᾱ , κατά μηνιάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμήνια — τα βλ. καταμήνιος …   Dictionary of Greek

  • καταμήνια — καταμήνιος monthly neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμήνιος — α, ο (Α καταμήνιος, ον) (ιδίως για μισθό και για την εμμηνορρυσία) αυτός που γίνεται κατά μήνα («καταμήνιος κύκλος») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καταμήνια τα έμμηνα, ο καταμήνιος κύκλος, η εμμηνορρυσία αρχ. 1. αυτός που πληρώνεται με μηνιαίο… …   Dictionary of Greek

  • καταμηνιαία — καταμηνιαῑα, τὰ (Α) τα καταμήνια …   Dictionary of Greek

  • καταμηνιώδης — καταμηνιώδης, ες (Α) [καταμήνιος] 1. αυτός που υπόκειται στα καταμήνια, που παρουσιάζει εμμηνορρυσία 2. αυτός που ανήκει στην εμμηνορρυσία («καταμηνιώδη περιττώματα») …   Dictionary of Greek

  • μερομήνια — και μεραμήνια και μερομήλια, τα ορισμένες ημέρες τού έτους, ιδίως οι πρώτες δώδεκα ημέρες τού Αυγούστου, από την καιρική κατάσταση τών οποίων ο λαός προβλέπει την καιρική κατάσταση που θα επικρατήσει κατά τη διάρκεια τού έτους, αλλ. μουρομήνια,… …   Dictionary of Greek

  • υδαρής — ές / ὑδαρής, ές, ΝΜΑ [ὕδωρ, ατος] υδατώδης, ρευστός, νερουλός (α. «υδαρής ουσία» β. «καταμήνια ὑδαρέστερα», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για κρασί) αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος 2. (κυρίως για δαμάσκηνα) άνοστος 3. (για το χρώμα τής επιδερμίδας) ωχρός 4 …   Dictionary of Greek

  • υδαταίνω — Α [ὕδωρ, ὕδατος] 1. (για γυναίκα) έχω υδαρή καταμήνια 2. μέσ. ὑδαταίνομαι είμαι υδρωπικός …   Dictionary of Greek

  • ωραίος — α, ο / ὡραῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή αισθητική εμφάνιση, όμορφος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ωραίο α) η έννοια τής ωραιότητας β)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»